- νεοττός
- νεοττός, ὁ (Α)(αττ. τ.) βλ. νεοσσός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεοττός — νεοσσός young bird masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοσσός — ο (ΑΜ νεοσσός και νοσσός, Α αττ. τ. νεοττός) 1. (γενικά) μικρό πουλί που μόλις βγήκε από το αβγό του («ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῡ... δύο νεοσσοὺς περιστερῶν», ΠΔ) 2. άνθρωπος ή ζώο που μόλις γεννήθηκε, νεογνό ζώου ή ανθρώπου νεοελλ. (ειδικά)… … Dictionary of Greek
MEDICAE Gallinae — maxime olim expetebantur ad seminium, utpote generis excellentis et magnitudinis haud vulgaris. Athenaeus, καὶ οἱ Περσ1ικοὶ ἀλεκτρυόνες, Et Persici galli: unde Περσικὸς ὄρνις, Persica avis absolute, gallus Hesychio. Aristophani Μῆδος ὄρνις,… … Hofmann J. Lexicon universale
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek